- ᾉδοβάτης
- Ἁιδοβάτης, ου, ὁ,A one who has gone to the nether world, prob.1. for ἀγδαβάται, A.Pers.924 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδοβάτης — ᾀδοβάτης, ο (Α) αυτός που κατέβηκε στον κάτω κόσμο, στον άδη (σε διόρθωση τού Passow αντί «αγδαβάται» στην τραγωδία τού Αισχύλου Πέρσαι, στίχ. 924). [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾃδης + βαίνω] … Dictionary of Greek
αδοφοίτης — ἀδοφοίτης, ο (Α) αυτός που επισκέφθηκε τον άδη, τον κάτω κόσμο (πρβλ. ᾁδοβάτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾃδης + φοιτῶ] … Dictionary of Greek